ὄρθιος — straight up masc nom sg ὄρθιος straight up masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… … Dictionary of Greek
όρθιος — α, ο επίρρ. α 1. για πράγματα, κατακόρυφος, στητός. 2. για ανθρώπους, αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, που δεν πλαγιάζει: Όρθιοι όλοι περιμέναμε να περάσουν το νεκρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρθιώτερον — ὄρθιος straight up adverbial comp ὄρθιος straight up masc acc comp sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc comp sg ὄρθιος straight up masc acc comp sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc comp sg ὄρθιος straight up adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθιώτατον — ὄρθιος straight up masc acc superl sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc superl sg ὄρθιος straight up masc acc superl sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίως — ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc acc pl (doric) ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρθιον — ὄρθιος straight up masc acc sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc sg ὄρθιος straight up masc/fem acc sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίων — ὄρθιος straight up fem gen pl ὄρθιος straight up masc/neut gen pl ὄρθιος straight up masc/fem/neut gen pl ὀρθιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀρθιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθιώτατος — ὄρθιος straight up masc nom superl sg ὄρθιος straight up masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίοις — ὄρθιος straight up masc/neut dat pl ὄρθιος straight up masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθίοισι — ὄρθιος straight up masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὄρθιος straight up masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)