όρθιος

όρθιος
α, ο [(α, ον]
1) прямой; вертикальный; 2) стойчий;

θέσεις όρθίων — стоячие мести;

σηκώνομαι όρθιος — вставать;

στέκω ( — или μένω) όρθιος — стоить, выстаивать;

μόλις στέκω όρθιος — еле-еле стоять на ногах


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "όρθιος" в других словарях:

  • ὄρθιος — straight up masc nom sg ὄρθιος straight up masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… …   Dictionary of Greek

  • όρθιος — α, ο επίρρ. α 1. για πράγματα, κατακόρυφος, στητός. 2. για ανθρώπους, αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, που δεν πλαγιάζει: Όρθιοι όλοι περιμέναμε να περάσουν το νεκρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθιώτερον — ὄρθιος straight up adverbial comp ὄρθιος straight up masc acc comp sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc comp sg ὄρθιος straight up masc acc comp sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc comp sg ὄρθιος straight up adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθιώτατον — ὄρθιος straight up masc acc superl sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc superl sg ὄρθιος straight up masc acc superl sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίως — ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc acc pl (doric) ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρθιον — ὄρθιος straight up masc acc sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc sg ὄρθιος straight up masc/fem acc sg ὄρθιος straight up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίων — ὄρθιος straight up fem gen pl ὄρθιος straight up masc/neut gen pl ὄρθιος straight up masc/fem/neut gen pl ὀρθιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀρθιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθιώτατος — ὄρθιος straight up masc nom superl sg ὄρθιος straight up masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίοις — ὄρθιος straight up masc/neut dat pl ὄρθιος straight up masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθίοισι — ὄρθιος straight up masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὄρθιος straight up masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»